γυναικολάτρης

γυναικολάτρης
ο
αυτός που λατρεύει τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + λάτρης. Η λ. μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναικολατρία — η η λατρεία τής γυναίκας, η αφοσίωση στη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικολάτρης. Η λ., στον μη ορθό τ. γυναικολατρεία, μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”